- μεγαλοπραγμοσύνη
- η1) стремление к свершению великих дел; 2) тж. ирон. закатив важными делами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλοπραγμοσύνη — disposition to do great things fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπραγμοσύνη — η (Α μεγαλοπραγμοσύνη) [μεγαλοπράγμων] νεοελλ. 1. η ενασχόληση με μεγάλα, με σπουδαία έργα 2. η επιδίωξη μεγάλων πραγμάτων αρχ. η διάθεση για μεγάλα έργα … Dictionary of Greek
μεγαλοπραγμοσύνη — η η απασχόληση με μεγάλα και σημαντικά πράγματα: Η μεγαλοπραγμοσύνη του τον έκανε αγαπητό σε όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοπραγμοσύνην — μεγαλοπραγμοσύνη disposition to do great things fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)